εκφόριον — ἐκφόριον, το (AM) ό,τι παράγει η γη, καρπός αρχ. 1. φορολογία τής εγγείου παραγωγής, συνήθ. δεκάτη* 2. φόρος στη γεωργική παραγωγή που καταβαλλόταν σε είδος … Dictionary of Greek
ἐκφορίοις — ἐκφόριον that which the earth produces neut dat pl ἐκφορέω carry out pres opt act 2nd sg (doric) ἐκφορέω carry out pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφορίων — ἐκφόριον that which the earth produces neut gen pl ἐκφορέω carry out pres part act masc nom sg (doric) ἐκφορέω carry out pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφόρια — ἐκφόριον that which the earth produces neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφόρτιον — ἐκφόρτιον, το (Α) το εκφόριον* … Dictionary of Greek
τακτός — ή, ό / τακτός, ή, όν, ΝΑ [τάσσω] ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.) αρχ. φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ… … Dictionary of Greek